- χιονόβλητος
- -ον, Αχιονισμένος («εἴτ' ἐπ' Ὀλύμπου κορυφαῑς ἱεραῑς χιονοβλήτοισι κάθησθε», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + -βλητος (< βλητός < βάλλω), πρβλ. λιθό-βλητος, πυρί-βλητος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονοβλήτοισι — χιονόβλητος snow beaten masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοβλήτου — χιονόβλητος snow beaten masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονοβλήτους — χιονόβλητος snow beaten masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονόβλητα — χιονόβλητος snow beaten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονόβατος — ον, Α εσφ. γρφ. τού χιονόβλητος … Dictionary of Greek
χιονόβολος — ον, Α χιονόβλητος*, χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + βολος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνό βολος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στον τ. παθ. σημ.] … Dictionary of Greek
χιονόκτυπος — ον, Α (για όρος) χιονόβλητος*, πολύ χιονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κτυπος (< κτύπος), πρβλ. ἡλιό κτυπος] … Dictionary of Greek